νουκλεΐνη

νουκλεΐνη
η
(βιοχ.) η νουκλεοπρωτεΐνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nuclein < nucle- (< γαλλ. nucle- < λατ. nucleus «πυρήνας») + κατάλ. -ίνη*. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νουκλεοπρωτεΐνη — η (βιοχ.) ετεροπρωτεΐνη που προέρχεται από τη σύνδεση μιας βασικής πρωτεΐνης με ένα νουκλεϊκό οξύ, αλλ. νουκλεΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθετο, πρβλ. αγγλ. nucleoprotein < nucleo (< λατ. nucleus («πυρήνας») + protein «πρωτεΐνη»] …   Dictionary of Greek

  • νουκλεϊνικός — ή, ό [νουκλεΐνη] φρ. «νουκλεϊνικά οξέα» (βιοχ.) άλλη ονομασία τών νουκλεϊκών οξέων …   Dictionary of Greek

  • Κόσελ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Kossel, Ροστόκ 1853 – Χαϊδελβέργη 1927). Γερμανός φυσιολόγος και χημικός. Έλαβε το πτυχίο της ιατρικής το 1878. Διετέλεσε καθηγητής της φυσιολογίας στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Αργότερα έγινε έκτακτος (1887) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”